- μέγκενη
- ηεργαλείο που συγκρατεί μέταλλα ή ξύλα τα οποία επεξεργάζεται ο τεχνίτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μέγκενη — και μέγγενα, η 1. συσκευή μηχανουργική ή ξυλουργική που αποτελείται από δύο σιαγόνες, από τις οποίες η μία είναι κινητή με σύστημα ατέρμονα κοχλία, και που χρησιμεύει για να συσφίγγει και να συγκρατεί ένα αντικείμενο στην επιθυμητή θέση κατά τη… … Dictionary of Greek
συνδηκτορίδιο — το, Ν [συνδήκτορας] υποκορ. είδος φορητού συνδήκτορα με μικρό μέγεθος, μικρή μέγκενη … Dictionary of Greek